συμμουσουργώ

συμμουσουργώ
-έω, Μ
μουσουργώ μαζί με άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μουσουργῶ «συνθέτω λυρικά ποιήματα, τραγουδώ» (< μουσουργός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”